καταδαπανήσῃ

καταδαπανήσῃ
καταδαπανάω
squander
aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
καταδαπανάω
squander
aor subj act 3rd sg (attic ionic)
καταδαπανάω
squander
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)
καταδαπανάω
squander
aor subj mid 2nd sg (attic ionic)
καταδαπανάω
squander
aor subj act 3rd sg (attic ionic)
καταδαπανάω
squander
fut ind mid 2nd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξανάλωσις — ἐξανάλωσις, η (Α) [εξαναλίσκω] ολοκληρωτική ανάλωση, καταδαπάνηση, φθορά, καταστροφή («τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • σπατάλη — η, ΝΜΑ υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. 1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη… …   Dictionary of Greek

  • κατασπατάληση — η αλόγιστη σπατάλη, καταδαπάνηση: Έγινε κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”